«Κβαντικό άλμα» στην αντιμετώπιση της ευρέως διαδεδομένης νόσου
Βρετανοί επιστήμονες ανακάλυψαν μια πρωτότυπη και πολλά υποσχόμενη
μέθοδο καταπολέμησης της ελονοσίας, τροποποιώντας γενετικά τα
κουνούπια-φορείς, έτσι ώστε αυτά να γεννούν μόνο αρσενικούς απογόνους,
με αποτέλεσμα να «φρενάρεται» δραστικά ο πολλαπλασιασμός τους. Για
«κβαντικό άλμα» στην αντιμετώπιση της ευρέως διαδεδομένης νόσου έκαναν
οι επιστήμονες.
Οι ερευνητές του Imperial College του Λονδίνου, με επικεφαλής τον καθηγητή Αντρέα Κριζάντι του Τμήματος Επιστημών της Ζωής, που έκαναν τη δημοσίευση στο περιοδικό «Nature Communications», σύμφωνα με το BBC και τη «Γκάρντιαν», πραγματοποίησαν εργαστηριακά πειράματα, στα οποία πέτυχαν να μεταλλάξουν με τέτοιο τρόπο τα κουνούπια, ώστε το σπέρμα τους να μην περιέχει πια το θηλυκό χρωμόσωμα και έτσι να παράγει αρσενικά σε ποσοστό τουλάχιστον 95%.
Η ιδέα για την τεχνητή αλλαγή του φύλου των κουνουπιών είχε προταθεί πριν από 60 χρόνια από τον επιφανή βρετανό βιολόγο Μπιλ Χάμιλτον, όμως έως τώρα δεν υπήρχε η κατάλληλη γενετική τεχνολογία για να επιτευχθεί. Αυτή τη φορά, η μετάλλαξη έγινε εφικτή με την εισαγωγή στα έντομα ενός γονιδίου από έναν μύκητα, το οποίο παράγει ένα ένζυμο. Αυτό, με τη σειρά του, αδρανοποιεί το θηλυκό χρωμόσωμα στο σπέρμα του αρσενικού και η αλλαγή αυτή κληρονομείται στις επόμενες γενιές.
Οι επιστήμονες έβαλαν τα μεταλλαγμένα κουνούπια σε πέντε κλουβιά που περιείχαν πληθυσμούς άγριων μη μεταλλαγμένων κουνουπιών (50 θηλυκών και 50 αρσενικών). Σε τέσσερα από τα κλουβιά, εξαφανίστηκε τελείως όλος ο πληθυσμός τους μετά από έξι γενιές, λόγω έλλειψης θηλυκών.
Αν κάτι ανάλογο μπορεί να γίνει και στη φύση, τότε οι επιστήμονες έχουν πλέον στα χέρια τους ένα ισχυρό νέο «όπλο» κατά της ασθένειας, η οποία τείνει να «σηκώσει κεφάλι» ξανά, ακόμη και στις ανεπτυγμένες χώρες. Μετά το 2000, τα μέτρα πρόληψης και ελέγχου έχουν πετύχει να μειώσουν την παγκόσμια θνησιμότητα λόγω ελονοσίας κατά 42%, όμως η νόσος παραμένει κύρια αιτία θανάτου στην υποσαχάρια Αφρική.
Το κουνούπι (Anopheles gambiae) είναι ο αποκλειστικός φορέας μετάδοσης του παράσιτου της ελονοσίας. Τα κουνούπια-φορείς εμφανίζουν σταδιακά ανησυχητική ανθεκτικότητα στα υπάρχοντα φάρμακα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι πάνω από 3,4 δισεκατομμύρια άνθρωποι (περίπου ο μισός πληθυσμός της Γης) κινδυνεύουν να κολλήσουν τη νόσο, ενώ τουλάχιστον 627.000 πεθαίνουν κάθε χρόνο, κυρίως παιδιά στην Αφρική.
Όπως δήλωσε ο ερευνητής του Imperial Νικολάι Γουϊντμπίχλερ, «από τη στιγμή που τα τροποποιημένα κουνούπια εμφανίζονται σε ένα μέρος, τα αρσενικά θα αρχίσουν να παράγουν κυρίως γιούς και οι γιοί τους θα κάνουν το ίδιο, οπότε στην ουσία κάνουν μόνα τους τη δουλειά (σ.σ. της εξολόθρευσής τους) αντί για εμάς».
Εξάλλου, όπως είπε ο Κριζάντι, εωσότου συμβεί η δραματική κατάρρευση του πληθυσμού των κουνουπιών μακροπρόθεσμα λόγω της αδυναμίας αναπαραγωγής τους, η νέα μέθοδος παρέχει και βραχυπρόθεσμο όφελος, αφού τα αρσενικά κουνούπια, που είναι πια περισσότερα, δεν τσιμπάνε τους ανθρώπους, οπότε δεν μεταδίδουν το παράσιτο της νόσου.
Το επόμενο βήμα θα είναι η πραγματοποίηση μεγαλύτερων δοκιμών σε ανοικτό πλέον χώρο, αν και αυτό αναμένεται να γίνει μετά από μερικά χρόνια, αφού πρώτα γίνουν περισσότερα εργαστηριακά πειράματα. Προς το παρόν, υπάρχει αβεβαιότητα αν τα μεταλλαγμένα κουνούπια θα τα καταφέρουν εξίσου καλά στη φύση, όσο και στο εργαστήριο.
Υπάρχει επίσης το ερωτηματικό, αν τα άγρια κουνούπια μπορούν να αναπτύξουν κάποια νέα αντίσταση στον οργανισμό τους. Επίσης, μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως η Genewatch, εξέφρασαν την ανησυχία τους, μήπως η απελευθέρωση ενός μεταλλαγμένου κουνουπιού στη φύση γυρίσει «μπούμερανγκ», εξαφανίζοντας μεν ένα είδος κουνουπιών, αλλά ανοίγοντας τον δρόμο σε άλλα είδη εντόμων (υπάρχουν πάνω από 3.000 γνωστά είδη κουνουπιών) και τελικά κάνοντας τα πράγματα χειρότερα από πριν.
Οι ερευνητές του Imperial College του Λονδίνου, με επικεφαλής τον καθηγητή Αντρέα Κριζάντι του Τμήματος Επιστημών της Ζωής, που έκαναν τη δημοσίευση στο περιοδικό «Nature Communications», σύμφωνα με το BBC και τη «Γκάρντιαν», πραγματοποίησαν εργαστηριακά πειράματα, στα οποία πέτυχαν να μεταλλάξουν με τέτοιο τρόπο τα κουνούπια, ώστε το σπέρμα τους να μην περιέχει πια το θηλυκό χρωμόσωμα και έτσι να παράγει αρσενικά σε ποσοστό τουλάχιστον 95%.
Η ιδέα για την τεχνητή αλλαγή του φύλου των κουνουπιών είχε προταθεί πριν από 60 χρόνια από τον επιφανή βρετανό βιολόγο Μπιλ Χάμιλτον, όμως έως τώρα δεν υπήρχε η κατάλληλη γενετική τεχνολογία για να επιτευχθεί. Αυτή τη φορά, η μετάλλαξη έγινε εφικτή με την εισαγωγή στα έντομα ενός γονιδίου από έναν μύκητα, το οποίο παράγει ένα ένζυμο. Αυτό, με τη σειρά του, αδρανοποιεί το θηλυκό χρωμόσωμα στο σπέρμα του αρσενικού και η αλλαγή αυτή κληρονομείται στις επόμενες γενιές.
Οι επιστήμονες έβαλαν τα μεταλλαγμένα κουνούπια σε πέντε κλουβιά που περιείχαν πληθυσμούς άγριων μη μεταλλαγμένων κουνουπιών (50 θηλυκών και 50 αρσενικών). Σε τέσσερα από τα κλουβιά, εξαφανίστηκε τελείως όλος ο πληθυσμός τους μετά από έξι γενιές, λόγω έλλειψης θηλυκών.
Αν κάτι ανάλογο μπορεί να γίνει και στη φύση, τότε οι επιστήμονες έχουν πλέον στα χέρια τους ένα ισχυρό νέο «όπλο» κατά της ασθένειας, η οποία τείνει να «σηκώσει κεφάλι» ξανά, ακόμη και στις ανεπτυγμένες χώρες. Μετά το 2000, τα μέτρα πρόληψης και ελέγχου έχουν πετύχει να μειώσουν την παγκόσμια θνησιμότητα λόγω ελονοσίας κατά 42%, όμως η νόσος παραμένει κύρια αιτία θανάτου στην υποσαχάρια Αφρική.
Το κουνούπι (Anopheles gambiae) είναι ο αποκλειστικός φορέας μετάδοσης του παράσιτου της ελονοσίας. Τα κουνούπια-φορείς εμφανίζουν σταδιακά ανησυχητική ανθεκτικότητα στα υπάρχοντα φάρμακα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι πάνω από 3,4 δισεκατομμύρια άνθρωποι (περίπου ο μισός πληθυσμός της Γης) κινδυνεύουν να κολλήσουν τη νόσο, ενώ τουλάχιστον 627.000 πεθαίνουν κάθε χρόνο, κυρίως παιδιά στην Αφρική.
Όπως δήλωσε ο ερευνητής του Imperial Νικολάι Γουϊντμπίχλερ, «από τη στιγμή που τα τροποποιημένα κουνούπια εμφανίζονται σε ένα μέρος, τα αρσενικά θα αρχίσουν να παράγουν κυρίως γιούς και οι γιοί τους θα κάνουν το ίδιο, οπότε στην ουσία κάνουν μόνα τους τη δουλειά (σ.σ. της εξολόθρευσής τους) αντί για εμάς».
Εξάλλου, όπως είπε ο Κριζάντι, εωσότου συμβεί η δραματική κατάρρευση του πληθυσμού των κουνουπιών μακροπρόθεσμα λόγω της αδυναμίας αναπαραγωγής τους, η νέα μέθοδος παρέχει και βραχυπρόθεσμο όφελος, αφού τα αρσενικά κουνούπια, που είναι πια περισσότερα, δεν τσιμπάνε τους ανθρώπους, οπότε δεν μεταδίδουν το παράσιτο της νόσου.
Το επόμενο βήμα θα είναι η πραγματοποίηση μεγαλύτερων δοκιμών σε ανοικτό πλέον χώρο, αν και αυτό αναμένεται να γίνει μετά από μερικά χρόνια, αφού πρώτα γίνουν περισσότερα εργαστηριακά πειράματα. Προς το παρόν, υπάρχει αβεβαιότητα αν τα μεταλλαγμένα κουνούπια θα τα καταφέρουν εξίσου καλά στη φύση, όσο και στο εργαστήριο.
Υπάρχει επίσης το ερωτηματικό, αν τα άγρια κουνούπια μπορούν να αναπτύξουν κάποια νέα αντίσταση στον οργανισμό τους. Επίσης, μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως η Genewatch, εξέφρασαν την ανησυχία τους, μήπως η απελευθέρωση ενός μεταλλαγμένου κουνουπιού στη φύση γυρίσει «μπούμερανγκ», εξαφανίζοντας μεν ένα είδος κουνουπιών, αλλά ανοίγοντας τον δρόμο σε άλλα είδη εντόμων (υπάρχουν πάνω από 3.000 γνωστά είδη κουνουπιών) και τελικά κάνοντας τα πράγματα χειρότερα από πριν.
http://www.newsbeast.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου