Πολλά τα πλεονεκτήματά της
Ένα από τα πλέον πολύτιμα ευγενή πλατύφυλλα, που χρησιμοποιείται εκτενώς στην Ευρώπη για την αναδάσωση αγροτικής γης κι έχει επίσης αξία για χώρους αναψυχής, άγριας ζωής και χρήση στην αστική δασοπονία, είναι η αγριοκερασιά, για την οποία πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν προγράμματα διατήρησης γενετικού υλικού και/ή πολλαπλασιασμού της. Μάλιστα, και στην Ελλάδα, χρησιμοποιείται ως δέντρο αναδάσωσης των κατεστραμμένων από πυρκαγιές δασών ή αποκατάστασης των έντονα ξυλευόμενων και απογυμνωμένων περιοχών - όπου οι εδαφοκλιματικές συνθήκες το επιτρέπουν.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, τα παραπάνω προκύπτουν από επιστημονική εργασία των Κωνσταντίνου Καζαντζή, τεχνολόγου γεωπονίας (Ινστιτούτο Φυλλοβόλων Δένδρων Νάουσας), Κωνσταντίνου Σπανού, τακτικού ερευνητή (Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών) και Ανθούλας Δέλλα, γεωπόνου (Ινστιτούτο Φυλλοβόλων Δένδρων Νάουσας).
Η αγριοκερασιά, σύμφωνα με την έρευνα, έχει πολλά πλεονεκτήματα ως δασικό είδος, όπως απαίτηση ελάχιστων έως μηδαμινών καλλιεργητικών φροντίδων, προσαρμοστικότητα σε διάφορα εδαφοκλιματικά περιβάλλοντα, χρησιμοποίηση του ξύλου της για εμπορικούς σκοπούς, σχετικά εύκολη αναγέννηση, αναβλάστηση, εποίκηση, επέκταση και διασπορά, ενδιαίτημα και χώρος επιβίωσης της άγριας πανίδας, επέκτασή της σε μεγάλα υψόμετρα και παροχή όλων των πλεονεκτημάτων των δασοκαλυμμένων περιοχών, όπως και τα άλλα δασικά είδη. Οι εκτάσεις με αγριοκερασιά ενδείκνυνται, επίσης, για λόγους αναψυχής και αισθητικής, αγροδασοπονίας (συνδυασμός παραγωγής ξύλου και γεωργικών/κτηνοτροφικών προϊόντων) και ενίσχυσης της βιοποικιλότητας.
Το μοναδικό σημείο που πρέπει να προσεχθεί - διευκρινίζουν οι ερευνητές - στη βιολογία της αγριοκερασιάς, είναι ότι παραγκωνίζεται εύκολα από άλλα δασικά είδη, που είναι ανταγωνιστές της (π.χ. οξιά, δρυς), με αποτέλεσμα να χάνεται η αμιγής σύνθεσή της. Γι' αυτό προτείνεται σε αναδασώσεις υποβαθμισμένων ή εκχερσωμένων από την έντονη υλοτομία δασικών περιοχών και κυρίως σε περιοχές που προϋπήρχαν δάση φυλλοβόλων δένδρων (δρυς, οξιά, μικτά φυλλοβόλα).
Εμπορική αξιοποίηση
Πιο αναλυτικά, η αγριοκερασιά μπορεί να καλλιεργηθεί σε εμπορική κλίμακα, για την εκμετάλλευση του ξύλου της, το οποίο είναι υψηλής ποιότητας και θεωρείται καλύτερο από τα περισσότερα ευγενή πλατύφυλλα και σχεδόν ισάξιο με αυτό της καρυδιάς. Το ίσιο, λεπτής υφής κι εύκολο στην επεξεργασία ξύλο της, με το ροζ-καφέ εγκάρδιο ξύλο και το πιο ανοιχτόχρωμο σομφό ξύλο έχει πολύ μεγάλη ζήτηση για την κατασκευή ντουλαπιών, επίπλων, ξύλινων επενδύσεων, καπλαμάδων, ειδών διακοσμητικής λεπτοξυλουργικής και τορνευτικής. Το χρώμα του ξύλου και η απουσία ελαττωμάτων, όπως σήψη ξύλου και πράσινη/μπλε απόχρωση (blue stain), επηρεάζουν σημαντικά την αξία του.
Στην Ευρώπη καλλιεργούνται ειδικές φυτείες αγριοκερασιάς (5x5m, 6x6m) για το σκοπό αυτό, στις οποίες τα δένδρα διαμορφώνονται με κατάλληλους δασοκομικούς χειρισμούς σε ευθυτενή κορμό, μεγάλου ύψους και πάχους, για να δώσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ποσότητας και καλής ποιότητας ξυλεία, που μπορεί να φθάσει και τα 2 κυβ. μέτρα (m3)/δέντρο στο τέλος του περίτροπου χρόνου. Με σημερινή εμπορική τιμή περίπου τα 500 - 600 €/m3 τεχνικού ξύλου, η αξία ενός ώριμου προς υλοτομία δέντρου αγριοκερασιάς μπορεί να κυμαίνεται από 1000 - 1200 ευρώ.
Καθώς υπάρχει ανεπαρκής προσφορά ξύλου αγριοκερασιάς, σε σύγκριση με τη ζήτηση στην Ευρώπη, εισάγεται από τη Βόρεια Αμερική ξυλεία του συγγενικού είδους Prunus serotina (μαύρη κερασιά).
Ακόμα και το κόμμι (κοινώς ρετσίνι), που εκρέει από τραύματα ή πληγές των δένδρων της αγριοκερασιάς, μπορεί να βρει εμπορική εφαρμογή, καθώς χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και χημική βιομηχανία για την παρασκευή διάφορων χρήσιμων προϊόντων.
Δυστυχώς, στη χώρα μας - διευκρινίζεται από τους ερευνητές - δεν υπάρχουν τέτοιου είδους οργανωμένες καλλιεργούμενες φυτείες αγριοκερασιάς. To Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης και το ΑΠΘ - Σχολή Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος και η Γεωπονική Σχολή, έχουν ασχοληθεί με την εγγενή (φυτρωτικότητα σπόρων) και την αγενή (μικροπολλαπλασιασμός - ιστοκαλλιέργεια) αναπαραγωγή επιλεγμένων γενοτύπων αγριοκερασιάς καθώς και τη μοριακή γενετική ανάλυση φυσικών πληθυσμών, με ευρύτερο σκοπό την παραγωγή ξύλου και καρπών και την προστασία της γενετικής ποι κιλότητας του είδους στην Ελλάδα. Το υπάρχον επιλεγμένο γενετικό υλικό ήδη είναι διαθέσιμο στα φυτώρια των ερευνητικών κέντρων και στα δασικά φυτώρια.
Στο πλαίσιο των εναλλακτικών καλλιεργειών για ενίσχυση της αγροτικής οικονομίας, η καλλιέργεια του είδους για πολλαπλούς σκοπούς (ξύλο, βιολογικά προϊόντα, καρποί, αγροδασοπονία, βιοποικιλότητα) συνιστάται με όλα τα θετικά που αναφέρθηκαν. Είναι, όμως, ένας τομέας που θα πρέπει να προσεχθεί και να οργανωθεί, καθώς όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι υπάρχει μέλλον και προοπτική.
Η αγριοκερασιά ευδοκιμεί σε πεδινές, ημιορεινές και ορεινές περιοχές, καλύτερα όμως σε μεγάλα υψόμετρα (>500 μέτρα). Είναι είδος φωτόφιλο, με προτίμηση στα υγρά, ελαφρά, αμμώδη, χαλικώδη, μέσης σύστασης εδάφη, έως και αργιλώδη, που στραγγίζουν καλά, με καλή παροχή νερού. Η αντοχή της σε ξηρά και υγρά εδάφη είναι μέτρια. Δεν αντέχει σε ασβεστούχα εδάφη, κακώς αεριζόμενα, πλημμυρισμένα, βαριά και σφιχτά. Μπορεί να ανεχτεί ένα μεγάλο εύρος εδαφικού pH (5,5 - 8,5) αλλά προτιμά ελαφρώς όξινες συνθήκες (pH 5,5 - 6,0). Είναι πολύ ανθεκτική στα κρύα του χειμώνα, αλλά τα άνθη της παρουσιάζουν ευαισθησία στους ανοιξιάτικους παγετούς και μπορεί να καταστραφούν, με συνέπεια απώλεια στην καρποφορία.
Ο καρπός της είναι σφαιρικός, κόκκινου, πορτοκαλί, κοκκινο-κίτρινου ή μαύρου χρώματος και πολύ μικρότερου μεγέθους από αυτόν των καλλιεργούμενων ποικιλιών κερασιάς, αλλά ανθεκτικότερος στο σχίσιμο και τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Επίσης, έχει μεγάλη διατροφική αξία (πλούσιος σε βιταμίνες και αντιοξειδωτικές ουσίες) και σαφώς μεγαλύτερη διάρκεια διατήρησης, αναρτημένος στο δένδρο και συνεπώς παράταση του χρόνου συλλογής.
Η αγριοκερασιά μπορεί να διασταυρωθεί με πολλά άλλα είδη κερασιάς ή συγγενικά είδη αυτής (οικογένεια Rosaceae), ειδικά εκεί όπου τα δένδρα επικαλύπτονται χωρικά στις εκτάσεις που φύονται.
Σύμφωνα ακόμα με τους παραπάνω ερευνητές, το είδος παρουσιάζει συμπτώματα γήρανσης σε ηλικία περίπου 60-80 ετών (περίτροπος χρόνος), όταν τα δένδρα είναι τυπικά 20-25 μέτρα σε ύψος, με κορμούς διαμέτρου 50-70 εκατοστών. Ορισμένα δένδρα μπορούν να φτάσουν πάνω από 35 μέτρα σε ύψος, με κορμούς πάνω από 120 εκατοστά σε διάμετρο. Η μέση ετήσια κατά διάμετρο αύξηση (DBH) μπορεί να φθάνει τα 1,0 - 2,0 εκατοστά, ανάλογα με το περιβάλλον. Η αγριοκερασιά ζει συνήθως 70-100 χρόνια (φυσικός κύκλος ζωής).
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, τα παραπάνω προκύπτουν από επιστημονική εργασία των Κωνσταντίνου Καζαντζή, τεχνολόγου γεωπονίας (Ινστιτούτο Φυλλοβόλων Δένδρων Νάουσας), Κωνσταντίνου Σπανού, τακτικού ερευνητή (Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών) και Ανθούλας Δέλλα, γεωπόνου (Ινστιτούτο Φυλλοβόλων Δένδρων Νάουσας).
Η αγριοκερασιά, σύμφωνα με την έρευνα, έχει πολλά πλεονεκτήματα ως δασικό είδος, όπως απαίτηση ελάχιστων έως μηδαμινών καλλιεργητικών φροντίδων, προσαρμοστικότητα σε διάφορα εδαφοκλιματικά περιβάλλοντα, χρησιμοποίηση του ξύλου της για εμπορικούς σκοπούς, σχετικά εύκολη αναγέννηση, αναβλάστηση, εποίκηση, επέκταση και διασπορά, ενδιαίτημα και χώρος επιβίωσης της άγριας πανίδας, επέκτασή της σε μεγάλα υψόμετρα και παροχή όλων των πλεονεκτημάτων των δασοκαλυμμένων περιοχών, όπως και τα άλλα δασικά είδη. Οι εκτάσεις με αγριοκερασιά ενδείκνυνται, επίσης, για λόγους αναψυχής και αισθητικής, αγροδασοπονίας (συνδυασμός παραγωγής ξύλου και γεωργικών/κτηνοτροφικών προϊόντων) και ενίσχυσης της βιοποικιλότητας.
Το μοναδικό σημείο που πρέπει να προσεχθεί - διευκρινίζουν οι ερευνητές - στη βιολογία της αγριοκερασιάς, είναι ότι παραγκωνίζεται εύκολα από άλλα δασικά είδη, που είναι ανταγωνιστές της (π.χ. οξιά, δρυς), με αποτέλεσμα να χάνεται η αμιγής σύνθεσή της. Γι' αυτό προτείνεται σε αναδασώσεις υποβαθμισμένων ή εκχερσωμένων από την έντονη υλοτομία δασικών περιοχών και κυρίως σε περιοχές που προϋπήρχαν δάση φυλλοβόλων δένδρων (δρυς, οξιά, μικτά φυλλοβόλα).
Εμπορική αξιοποίηση
Πιο αναλυτικά, η αγριοκερασιά μπορεί να καλλιεργηθεί σε εμπορική κλίμακα, για την εκμετάλλευση του ξύλου της, το οποίο είναι υψηλής ποιότητας και θεωρείται καλύτερο από τα περισσότερα ευγενή πλατύφυλλα και σχεδόν ισάξιο με αυτό της καρυδιάς. Το ίσιο, λεπτής υφής κι εύκολο στην επεξεργασία ξύλο της, με το ροζ-καφέ εγκάρδιο ξύλο και το πιο ανοιχτόχρωμο σομφό ξύλο έχει πολύ μεγάλη ζήτηση για την κατασκευή ντουλαπιών, επίπλων, ξύλινων επενδύσεων, καπλαμάδων, ειδών διακοσμητικής λεπτοξυλουργικής και τορνευτικής. Το χρώμα του ξύλου και η απουσία ελαττωμάτων, όπως σήψη ξύλου και πράσινη/μπλε απόχρωση (blue stain), επηρεάζουν σημαντικά την αξία του.
Στην Ευρώπη καλλιεργούνται ειδικές φυτείες αγριοκερασιάς (5x5m, 6x6m) για το σκοπό αυτό, στις οποίες τα δένδρα διαμορφώνονται με κατάλληλους δασοκομικούς χειρισμούς σε ευθυτενή κορμό, μεγάλου ύψους και πάχους, για να δώσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ποσότητας και καλής ποιότητας ξυλεία, που μπορεί να φθάσει και τα 2 κυβ. μέτρα (m3)/δέντρο στο τέλος του περίτροπου χρόνου. Με σημερινή εμπορική τιμή περίπου τα 500 - 600 €/m3 τεχνικού ξύλου, η αξία ενός ώριμου προς υλοτομία δέντρου αγριοκερασιάς μπορεί να κυμαίνεται από 1000 - 1200 ευρώ.
Καθώς υπάρχει ανεπαρκής προσφορά ξύλου αγριοκερασιάς, σε σύγκριση με τη ζήτηση στην Ευρώπη, εισάγεται από τη Βόρεια Αμερική ξυλεία του συγγενικού είδους Prunus serotina (μαύρη κερασιά).
Ακόμα και το κόμμι (κοινώς ρετσίνι), που εκρέει από τραύματα ή πληγές των δένδρων της αγριοκερασιάς, μπορεί να βρει εμπορική εφαρμογή, καθώς χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και χημική βιομηχανία για την παρασκευή διάφορων χρήσιμων προϊόντων.
Δυστυχώς, στη χώρα μας - διευκρινίζεται από τους ερευνητές - δεν υπάρχουν τέτοιου είδους οργανωμένες καλλιεργούμενες φυτείες αγριοκερασιάς. To Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης και το ΑΠΘ - Σχολή Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος και η Γεωπονική Σχολή, έχουν ασχοληθεί με την εγγενή (φυτρωτικότητα σπόρων) και την αγενή (μικροπολλαπλασιασμός - ιστοκαλλιέργεια) αναπαραγωγή επιλεγμένων γενοτύπων αγριοκερασιάς καθώς και τη μοριακή γενετική ανάλυση φυσικών πληθυσμών, με ευρύτερο σκοπό την παραγωγή ξύλου και καρπών και την προστασία της γενετικής ποι κιλότητας του είδους στην Ελλάδα. Το υπάρχον επιλεγμένο γενετικό υλικό ήδη είναι διαθέσιμο στα φυτώρια των ερευνητικών κέντρων και στα δασικά φυτώρια.
Στο πλαίσιο των εναλλακτικών καλλιεργειών για ενίσχυση της αγροτικής οικονομίας, η καλλιέργεια του είδους για πολλαπλούς σκοπούς (ξύλο, βιολογικά προϊόντα, καρποί, αγροδασοπονία, βιοποικιλότητα) συνιστάται με όλα τα θετικά που αναφέρθηκαν. Είναι, όμως, ένας τομέας που θα πρέπει να προσεχθεί και να οργανωθεί, καθώς όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι υπάρχει μέλλον και προοπτική.
Η αγριοκερασιά ευδοκιμεί σε πεδινές, ημιορεινές και ορεινές περιοχές, καλύτερα όμως σε μεγάλα υψόμετρα (>500 μέτρα). Είναι είδος φωτόφιλο, με προτίμηση στα υγρά, ελαφρά, αμμώδη, χαλικώδη, μέσης σύστασης εδάφη, έως και αργιλώδη, που στραγγίζουν καλά, με καλή παροχή νερού. Η αντοχή της σε ξηρά και υγρά εδάφη είναι μέτρια. Δεν αντέχει σε ασβεστούχα εδάφη, κακώς αεριζόμενα, πλημμυρισμένα, βαριά και σφιχτά. Μπορεί να ανεχτεί ένα μεγάλο εύρος εδαφικού pH (5,5 - 8,5) αλλά προτιμά ελαφρώς όξινες συνθήκες (pH 5,5 - 6,0). Είναι πολύ ανθεκτική στα κρύα του χειμώνα, αλλά τα άνθη της παρουσιάζουν ευαισθησία στους ανοιξιάτικους παγετούς και μπορεί να καταστραφούν, με συνέπεια απώλεια στην καρποφορία.
Ο καρπός της είναι σφαιρικός, κόκκινου, πορτοκαλί, κοκκινο-κίτρινου ή μαύρου χρώματος και πολύ μικρότερου μεγέθους από αυτόν των καλλιεργούμενων ποικιλιών κερασιάς, αλλά ανθεκτικότερος στο σχίσιμο και τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Επίσης, έχει μεγάλη διατροφική αξία (πλούσιος σε βιταμίνες και αντιοξειδωτικές ουσίες) και σαφώς μεγαλύτερη διάρκεια διατήρησης, αναρτημένος στο δένδρο και συνεπώς παράταση του χρόνου συλλογής.
Η αγριοκερασιά μπορεί να διασταυρωθεί με πολλά άλλα είδη κερασιάς ή συγγενικά είδη αυτής (οικογένεια Rosaceae), ειδικά εκεί όπου τα δένδρα επικαλύπτονται χωρικά στις εκτάσεις που φύονται.
Σύμφωνα ακόμα με τους παραπάνω ερευνητές, το είδος παρουσιάζει συμπτώματα γήρανσης σε ηλικία περίπου 60-80 ετών (περίτροπος χρόνος), όταν τα δένδρα είναι τυπικά 20-25 μέτρα σε ύψος, με κορμούς διαμέτρου 50-70 εκατοστών. Ορισμένα δένδρα μπορούν να φτάσουν πάνω από 35 μέτρα σε ύψος, με κορμούς πάνω από 120 εκατοστά σε διάμετρο. Η μέση ετήσια κατά διάμετρο αύξηση (DBH) μπορεί να φθάνει τα 1,0 - 2,0 εκατοστά, ανάλογα με το περιβάλλον. Η αγριοκερασιά ζει συνήθως 70-100 χρόνια (φυσικός κύκλος ζωής).
http://www.newsbeast.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου