Ενα δέντρο η καλλιέργεια του οποίου μπορεί να προσφέρει ένα επιπλέον εισόδημα χωρίς ιδιαίτερες φροντίδες και με σχεδόν μηδενικό κόστος είναι η γνωστή κουκουναριά.
Πρόκειται για ένα δέντρο που αναπτύσσεται εύκολα στη χώρα μας, αλλά επειδή δεν αξιοποιείται εισάγουμε το κουκουνάρι από χώρες του εξωτερικού, όπως η Τουρκία και η Ισπανία.
Η κουκουναριά καλλιεργείται συστηματικά στη Τουρκία και την Ισπανία για την παραγωγή καρπών, το γνωστό κουκουνάρι, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική. Στην Τουρκία, συγκεκριμένα και ιδιαίτερα στην περιοχή τριγύρω από την Πέργαμο, οι λόφοι καλύπτονται με φυτείες κουκουναριάς σε ευρύ φυτευτικό σύνδεσμο ώστε να δένδρα να καρποφορούν.
Η κουκουναριά μπορεί να καλλιεργηθεί σχεδόν σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές της χώρας. Στην Ελλάδα είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένη και απαντάται κυρίως στις ακόλουθες περιοχές: Δυτική Πελοπόννησος, Κρήτη, Ιος, Νάξος, Σκιάθος, Λέσβος, Σάμος, Ρόδος, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, ακτές Στερεάς Ελλάδας, Εύβοια, Χαλκιδική, Αθως. Στα Κύθηρα και στην Κέρκυρα είναι καλλιεργημένη όπως και σε κάποιες άλλες περιοχές.
Η κουκουναριά φθάνει συνήθως τα 15-20 μ. σε ύψος. Εχει χαρακτηριστική ομπρελοειδή μορφή με κοντό κορμό και στρογγυλή επίπεδη κορυφή. Ο φλοιός είναι χοντρός, καστανοκόκκινος, βαθιά χαραγμένος από φαρδιές, κατακόρυφες πλάκες. Εχει ευλύγιστες βελόνες σε δέσμες των δύο, μήκους 10-20 εκατ.
Τα νεαρά δέντρα έχουν διαφορετικές βελόνες μήκους 2-4 εκατ. με γλαυκοπράσινο χρώμα.
Οι σπόροι
Οι κώνοι είναι ωοειδείς έως σφαιρικοί, μεγάλοι με μήκος 8-15 εκατ. και χρειάζονται 36 μήνες για να ωριμάσουν. Οι σπόροι είναι μεγάλοι, μήκους 2 εκατ. περίπου, ανοιχτοκάστανοι με μια μαύρη επίστρωση που φεύγει εύκολα. Τα 3ετή ώριμα κουκουνάρια ανοίγουν την άνοιξη του τρίτου έτους αμέσως μόλις αρχίζει να ανεβαίνει η θερμοκρασία και απελευθερώνουν τους σπόρους.
Ο επιμήκης στο σχήμα κουκουναρόσπορος, που προέρχεται από τους κώνους των πεύκων, εκτιμάται από πολύ παλιά για τη μαλακή και σχεδόν κρεμώδη υφή του, τη γλυκιά και απαλή γεύση του και το ελαφρύ ρητινώδες άρωμά του.
Οι κουκουναρόσποροι συλλέγονται συνήθως με τα χέρια. Η γεύση τους συχνά θυμίζει εκείνη του αμύγδαλου, αν και είναι πιο ρητινώδης και πιο πικάντικη.
Το γεγονός ότι τα σπέρματα της κουκουναριάς είναι εδώδιμα έχει συντελέσει στην καλλιέργεια του είδους ήδη από τα αρχαία χρόνια και συνεπώς στην εισαγωγή του σε διάφορες περιοχές από τον άνθρωπο. Αυτό καθιστά δύσκολο τον ακριβή προσδιορισμό της φυσικής του εξάπλωσης.
Η πιο πιθανές περιοχές προέλευσης είναι η Ανατολία, ο Λίβανος και η Ιβηρική χερσόνησος. Στην Ισπανία έχουν βρεθεί κώνοι και κομμάτια από ξυλάνθρακα P. pinea σε παλαιολιθικούς οικισμούς ηλικίας 50.000 ετών. Πέρα από τη Μεσογειακή λεκάνη, που είναι ο φυσικός χώρος εξάπλωσής της, έχει εισαχθεί με επιτυχία στην Αργεντινή και στη Ν. Αφρική.
Στην αγορά βρίσκουμε ελληνικούς -σε πολύ μικρές ποσότητες- από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάρτιο και ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα, οπότε έχουν και μεγάλη ζήτηση.
Ομως οι μεγαλύτερες ποσότητες κουκουναρόσπορου που διακινούνται στην ελληνική αγορά εισάγονται από την Τουρκία, την Ισπανία και την Κίνα, συνήθως τα Χριστούγεννα που έχουν μεγάλη ζήτηση. Τρώγονται ωμοί ή ψημένοι και χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική.
Μηδενικό κόστος, έως 650 € η απόδοσή της
H στρεμματική απόδοση της κουκουναριάς μπορεί να φτάσει τα 650 ευρώ τον χρόνο, μια διόλου ευκαταφρόνητη απόδοση για μια καλλιέργεια η οποία έχει σχεδόν μηδενικό κόστος, καθώς δεν ξεπερνάει τα 60 ευρώ ανά στρέμμα. Η κουκουναριά συνιστάται να καλλιεργείται σε:
Η κουκουναριά καρποφορεί από το 8ο-10ο έτος. Σε ηλικία 15 ετών κάθε δένδρο παράγει περί τους 100 κώνους ετησίως με 60 βρώσιμους σπόρους έκαστος, ενώ σε ηλικία 25 ετών μπορεί να φθάσει τους 200 κώνους με 80 βρώσιμους σπόρους.
Η στρεμματική παραγωγή επομένως σε ηλικία 15 ετών και με φυτευτικό σύνδεσμο 6 Χ 6 μ. (28 δένδρα ανά στρέμμα) μπορεί να φθάσει τους 17 χλγ. αποφλοιωμένο σπόρο, ενώ σε ηλικία 25 ετών τους 45 χλγ.
Η τρέχουσα τιμή του κουκουναριού στην αγορά είναι 42 ευρώ ανά κιλό.
Με τρέχουσα τιμή παραγωγού στα 15 ευρώ ανά κιλό, η ετήσια στρεμματική απόδοση μπορεί να φθάσει τα (εισόδημα παραγωγού):
Το κόστος εγκατάστασης φυτείας κουκουναριάς είναι χαμηλό. Τα δενδρύλλια (2ετή ή 3ετή) δεν κοστίζουν περισσότερο από 2 ευρώ το τεμάχιο και με τα 28 δενδρύλλια στο στρέμμα το κόστος του φυτευτικού υλικού ανέρχεται το πολύ στα 56 ευρώ ανά στρέμμα.
Εάν ο επενδυτής αποφασίσει να κατασκευάσει φράκτη και να εγκαταστήσει αρδευτικό δίκτυο για να αρδεύει αδαπάνως τα πρώτα 5 χρόνια, το κόστος είναι χαμηλό και γνωστό από άλλες καλλιέργειες.
Αποφλοίωση σπόρων
Οι μηχανές αποφλοίωσης των σπόρων είναι εύκολα διαθέσιμες και φθηνές. Εξάλλου δεν χρειάζεται ο κάθε παραγωγός να διαθέτει δική του μηχανή. Τέτοια θα διαθέτει ο έμπορος ο οποίος θα εμπορεύεται μεγάλες ποσότητες σπόρου.
Επιδότηση για επενδυτές
Η κουκουναριά περιλαμβάνεται στον κατάλογο δένδρων των Κανονισμών δάσωσης των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης και επιδοτείται.
Κάθε κοινοτικό πλαίσιο στήριξης εμπεριέχει έναν κανονισμό δάσωσης. Ετσι το Β΄ ΚΠΣ συνοδεύτηκε από τον Κανονισμό 2080/92, ενώ το Γ΄ ΚΠΣ από τον Κανονισμό 1257/2001. Παραμένουν σε εκκρεμότητα οι λεπτομέρειες του κανονισμού για το επόμενο πλαίσιο στήριξης. Η διάρκεια των κανονισμών και ως εκ τούτου η δέσμευση των επενδυτών είναι 20ετής. Οι επενδυτές οι οποίοι εντάσσονται στους κανονισμούς επιδοτούνται εφάπαξ με ένα σεβαστό ποσό το οποίο καλύπτει τη δαπάνη εγκατάστασης της φυτείας, ενώ επιδοτούνται και σε ετήσια συχνότητα, με μικρότερο ποσό, για τη συντήρησής της. Οι επενδυτές, ανάλογα με την περιοχή όπου βρίσκονται τα αγροτεμάχιά τους, έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν από έναν αρκετά πλούσιο κατάλογο δασικών δένδρων.
Στους προηγούμενους κανονισμούς η πλειονότητα των επενδυτών φύτεψε ψευδακακία.
Εν όψει εφαρμογής του νέου Κανονισμού δάσωσης, ας έχουν υπόψη τους οι υποψήφιοι επενδυτές πως καλλιεργώντας κουκουναριά (εάν ενδείκνυται για την περιοχή τους) επιτυγχάνουν:
Σύμβολο ανδρισμού και γονιμότητας
Η κουκουναριά είναι ένα είδος μεσογειακού πεύκου που αναπτύσσεται στη Νότια Ευρώπη. Μάλιστα, αποτελεί το πιο κοινό καλλωπιστικό είδος πεύκου στην Ιταλία. Ευδοκιμεί σε πολλές περιοχές της χώρας μας. Δημιουργεί δάση στη Δυτική Πελοπόννησο, αλλά χρησιμοποιείται σε αναδασώσεις και ως καλλωπιστικό στα νησιά μας (γνωστή η τοποθεσία «Κουκουναριές» στη Σκιάθο), τη Χαλκιδική και ακόμη και στη Β. Ελλάδα, όπου βέβαια οι κλιματεδαφικές συνθήκες είναι κατάλληλες. Προτιμά αμμώδη, βαθιά και όξινα εδάφη, κοντά στη θάλασσα, ενώ αποφεύγει τα πολύ συμπαγή, αργιλώδη. Είναι φωτόφιλο είδος και μάλιστα περισσότερο από όλα τα είδη των ελληνικών πεύκων.
Το κουκουνάρι καταναλωνόταν ευρέως στην Ευρώπη και την Ασία, από την Παλαιολιθική κιόλας περίοδο. Οι αρχαίοι Ελληνες και οι Ρωμαίοι εκτιμούσαν την πλούσια θρεπτική αξία του και ίσως αυτός ήταν ο λόγος που το θεωρούσαν και σύμβολο ανδρισμού και γονιμότητας. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, μάλιστα, συνήθιζαν να σερβίρουν ένα είδος μπισκότου με κουκουνάρι που είχε ως κύριο στόχο την ενίσχυση των ερωτικών επιδόσεων.
Ο κουκουναρόσπορος είναι πλούσιος σε πρωτεΐνες και ωμέγα – 3 λιπαρά οξέα, που είναι ευεργετικά για το καρδιαγγειακό σύστημα. Ακόμη, είναι πλούσια πηγή βιταμινών, φυτικών ινών, φολικού οξέως, ασβεστίου, φωσφόρου και σιδήρου και μπορεί να λειτουργήσει και ως συμπλήρωμα διατροφής, χάρη στην υψηλή ενεργειακή του αξία. Σημειώνεται ότι 100 γραμ. κουκουναρόσπορου ισοδυναμούν με 570 θερμίδες. Η αρχική καταγωγή της κουκουναριάς είναι η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Βόρεια Αφρική. Καλλιεργείται συστηματικά εδώ και 6.000 χρόνια για τους εδώδιμους σπόρους της, τους οποίους εμπορεύονταν οι άνθρωποι από τα αρχαία χρόνια.
πηγή: ethnos.gr
Πρόκειται για ένα δέντρο που αναπτύσσεται εύκολα στη χώρα μας, αλλά επειδή δεν αξιοποιείται εισάγουμε το κουκουνάρι από χώρες του εξωτερικού, όπως η Τουρκία και η Ισπανία.
Η κουκουναριά καλλιεργείται συστηματικά στη Τουρκία και την Ισπανία για την παραγωγή καρπών, το γνωστό κουκουνάρι, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική. Στην Τουρκία, συγκεκριμένα και ιδιαίτερα στην περιοχή τριγύρω από την Πέργαμο, οι λόφοι καλύπτονται με φυτείες κουκουναριάς σε ευρύ φυτευτικό σύνδεσμο ώστε να δένδρα να καρποφορούν.
Η κουκουναριά μπορεί να καλλιεργηθεί σχεδόν σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές της χώρας. Στην Ελλάδα είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένη και απαντάται κυρίως στις ακόλουθες περιοχές: Δυτική Πελοπόννησος, Κρήτη, Ιος, Νάξος, Σκιάθος, Λέσβος, Σάμος, Ρόδος, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, ακτές Στερεάς Ελλάδας, Εύβοια, Χαλκιδική, Αθως. Στα Κύθηρα και στην Κέρκυρα είναι καλλιεργημένη όπως και σε κάποιες άλλες περιοχές.
Η κουκουναριά φθάνει συνήθως τα 15-20 μ. σε ύψος. Εχει χαρακτηριστική ομπρελοειδή μορφή με κοντό κορμό και στρογγυλή επίπεδη κορυφή. Ο φλοιός είναι χοντρός, καστανοκόκκινος, βαθιά χαραγμένος από φαρδιές, κατακόρυφες πλάκες. Εχει ευλύγιστες βελόνες σε δέσμες των δύο, μήκους 10-20 εκατ.
Τα νεαρά δέντρα έχουν διαφορετικές βελόνες μήκους 2-4 εκατ. με γλαυκοπράσινο χρώμα.
Οι σπόροι
Οι κώνοι είναι ωοειδείς έως σφαιρικοί, μεγάλοι με μήκος 8-15 εκατ. και χρειάζονται 36 μήνες για να ωριμάσουν. Οι σπόροι είναι μεγάλοι, μήκους 2 εκατ. περίπου, ανοιχτοκάστανοι με μια μαύρη επίστρωση που φεύγει εύκολα. Τα 3ετή ώριμα κουκουνάρια ανοίγουν την άνοιξη του τρίτου έτους αμέσως μόλις αρχίζει να ανεβαίνει η θερμοκρασία και απελευθερώνουν τους σπόρους.
Ο επιμήκης στο σχήμα κουκουναρόσπορος, που προέρχεται από τους κώνους των πεύκων, εκτιμάται από πολύ παλιά για τη μαλακή και σχεδόν κρεμώδη υφή του, τη γλυκιά και απαλή γεύση του και το ελαφρύ ρητινώδες άρωμά του.
Οι κουκουναρόσποροι συλλέγονται συνήθως με τα χέρια. Η γεύση τους συχνά θυμίζει εκείνη του αμύγδαλου, αν και είναι πιο ρητινώδης και πιο πικάντικη.
Το γεγονός ότι τα σπέρματα της κουκουναριάς είναι εδώδιμα έχει συντελέσει στην καλλιέργεια του είδους ήδη από τα αρχαία χρόνια και συνεπώς στην εισαγωγή του σε διάφορες περιοχές από τον άνθρωπο. Αυτό καθιστά δύσκολο τον ακριβή προσδιορισμό της φυσικής του εξάπλωσης.
Η πιο πιθανές περιοχές προέλευσης είναι η Ανατολία, ο Λίβανος και η Ιβηρική χερσόνησος. Στην Ισπανία έχουν βρεθεί κώνοι και κομμάτια από ξυλάνθρακα P. pinea σε παλαιολιθικούς οικισμούς ηλικίας 50.000 ετών. Πέρα από τη Μεσογειακή λεκάνη, που είναι ο φυσικός χώρος εξάπλωσής της, έχει εισαχθεί με επιτυχία στην Αργεντινή και στη Ν. Αφρική.
Στην αγορά βρίσκουμε ελληνικούς -σε πολύ μικρές ποσότητες- από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάρτιο και ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα, οπότε έχουν και μεγάλη ζήτηση.
Ομως οι μεγαλύτερες ποσότητες κουκουναρόσπορου που διακινούνται στην ελληνική αγορά εισάγονται από την Τουρκία, την Ισπανία και την Κίνα, συνήθως τα Χριστούγεννα που έχουν μεγάλη ζήτηση. Τρώγονται ωμοί ή ψημένοι και χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική.
Μηδενικό κόστος, έως 650 € η απόδοσή της
H στρεμματική απόδοση της κουκουναριάς μπορεί να φτάσει τα 650 ευρώ τον χρόνο, μια διόλου ευκαταφρόνητη απόδοση για μια καλλιέργεια η οποία έχει σχεδόν μηδενικό κόστος, καθώς δεν ξεπερνάει τα 60 ευρώ ανά στρέμμα. Η κουκουναριά συνιστάται να καλλιεργείται σε:
- Περιοχές κατά μήκος της παραλιακής ζώνης σε βαθιά αμμώδη εδάφη.
- Σε κάθε περιοχές με υψόμετρο όχι μεγαλύτερο από 200 μ. όπου το κλίμα είναι ήπιο.
Η κουκουναριά καρποφορεί από το 8ο-10ο έτος. Σε ηλικία 15 ετών κάθε δένδρο παράγει περί τους 100 κώνους ετησίως με 60 βρώσιμους σπόρους έκαστος, ενώ σε ηλικία 25 ετών μπορεί να φθάσει τους 200 κώνους με 80 βρώσιμους σπόρους.
Η στρεμματική παραγωγή επομένως σε ηλικία 15 ετών και με φυτευτικό σύνδεσμο 6 Χ 6 μ. (28 δένδρα ανά στρέμμα) μπορεί να φθάσει τους 17 χλγ. αποφλοιωμένο σπόρο, ενώ σε ηλικία 25 ετών τους 45 χλγ.
Η τρέχουσα τιμή του κουκουναριού στην αγορά είναι 42 ευρώ ανά κιλό.
Με τρέχουσα τιμή παραγωγού στα 15 ευρώ ανά κιλό, η ετήσια στρεμματική απόδοση μπορεί να φθάσει τα (εισόδημα παραγωγού):
- 250 ευρώ σε ηλικία 15 ετών.
- 650 ευρώ σε ηλικία 25 ετών.
Το κόστος εγκατάστασης φυτείας κουκουναριάς είναι χαμηλό. Τα δενδρύλλια (2ετή ή 3ετή) δεν κοστίζουν περισσότερο από 2 ευρώ το τεμάχιο και με τα 28 δενδρύλλια στο στρέμμα το κόστος του φυτευτικού υλικού ανέρχεται το πολύ στα 56 ευρώ ανά στρέμμα.
Εάν ο επενδυτής αποφασίσει να κατασκευάσει φράκτη και να εγκαταστήσει αρδευτικό δίκτυο για να αρδεύει αδαπάνως τα πρώτα 5 χρόνια, το κόστος είναι χαμηλό και γνωστό από άλλες καλλιέργειες.
Αποφλοίωση σπόρων
Οι μηχανές αποφλοίωσης των σπόρων είναι εύκολα διαθέσιμες και φθηνές. Εξάλλου δεν χρειάζεται ο κάθε παραγωγός να διαθέτει δική του μηχανή. Τέτοια θα διαθέτει ο έμπορος ο οποίος θα εμπορεύεται μεγάλες ποσότητες σπόρου.
Επιδότηση για επενδυτές
Η κουκουναριά περιλαμβάνεται στον κατάλογο δένδρων των Κανονισμών δάσωσης των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης και επιδοτείται.
Κάθε κοινοτικό πλαίσιο στήριξης εμπεριέχει έναν κανονισμό δάσωσης. Ετσι το Β΄ ΚΠΣ συνοδεύτηκε από τον Κανονισμό 2080/92, ενώ το Γ΄ ΚΠΣ από τον Κανονισμό 1257/2001. Παραμένουν σε εκκρεμότητα οι λεπτομέρειες του κανονισμού για το επόμενο πλαίσιο στήριξης. Η διάρκεια των κανονισμών και ως εκ τούτου η δέσμευση των επενδυτών είναι 20ετής. Οι επενδυτές οι οποίοι εντάσσονται στους κανονισμούς επιδοτούνται εφάπαξ με ένα σεβαστό ποσό το οποίο καλύπτει τη δαπάνη εγκατάστασης της φυτείας, ενώ επιδοτούνται και σε ετήσια συχνότητα, με μικρότερο ποσό, για τη συντήρησής της. Οι επενδυτές, ανάλογα με την περιοχή όπου βρίσκονται τα αγροτεμάχιά τους, έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν από έναν αρκετά πλούσιο κατάλογο δασικών δένδρων.
Στους προηγούμενους κανονισμούς η πλειονότητα των επενδυτών φύτεψε ψευδακακία.
Εν όψει εφαρμογής του νέου Κανονισμού δάσωσης, ας έχουν υπόψη τους οι υποψήφιοι επενδυτές πως καλλιεργώντας κουκουναριά (εάν ενδείκνυται για την περιοχή τους) επιτυγχάνουν:
- Μια φυτεία που δεν προσβάλλεται από ασθένειες και έντομα.
- Δεν χρειάζεται ιδιαίτερες φροντίδες πέρα από πότισμα τα πρώτα μερικά χρόνια έως ότου τα δέντρα να εγκατασταθούν και έλεγχο της υποβλάστησης έως ότου «κλείσει» η φυτεία.
- Εξασφαλίζουν πέραν της επιδότησης ένα επιπλέον «ουκ ευκαταφρόνητο» ετήσιο εισόδημα.
Σύμβολο ανδρισμού και γονιμότητας
Η κουκουναριά είναι ένα είδος μεσογειακού πεύκου που αναπτύσσεται στη Νότια Ευρώπη. Μάλιστα, αποτελεί το πιο κοινό καλλωπιστικό είδος πεύκου στην Ιταλία. Ευδοκιμεί σε πολλές περιοχές της χώρας μας. Δημιουργεί δάση στη Δυτική Πελοπόννησο, αλλά χρησιμοποιείται σε αναδασώσεις και ως καλλωπιστικό στα νησιά μας (γνωστή η τοποθεσία «Κουκουναριές» στη Σκιάθο), τη Χαλκιδική και ακόμη και στη Β. Ελλάδα, όπου βέβαια οι κλιματεδαφικές συνθήκες είναι κατάλληλες. Προτιμά αμμώδη, βαθιά και όξινα εδάφη, κοντά στη θάλασσα, ενώ αποφεύγει τα πολύ συμπαγή, αργιλώδη. Είναι φωτόφιλο είδος και μάλιστα περισσότερο από όλα τα είδη των ελληνικών πεύκων.
Το κουκουνάρι καταναλωνόταν ευρέως στην Ευρώπη και την Ασία, από την Παλαιολιθική κιόλας περίοδο. Οι αρχαίοι Ελληνες και οι Ρωμαίοι εκτιμούσαν την πλούσια θρεπτική αξία του και ίσως αυτός ήταν ο λόγος που το θεωρούσαν και σύμβολο ανδρισμού και γονιμότητας. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, μάλιστα, συνήθιζαν να σερβίρουν ένα είδος μπισκότου με κουκουνάρι που είχε ως κύριο στόχο την ενίσχυση των ερωτικών επιδόσεων.
Ο κουκουναρόσπορος είναι πλούσιος σε πρωτεΐνες και ωμέγα – 3 λιπαρά οξέα, που είναι ευεργετικά για το καρδιαγγειακό σύστημα. Ακόμη, είναι πλούσια πηγή βιταμινών, φυτικών ινών, φολικού οξέως, ασβεστίου, φωσφόρου και σιδήρου και μπορεί να λειτουργήσει και ως συμπλήρωμα διατροφής, χάρη στην υψηλή ενεργειακή του αξία. Σημειώνεται ότι 100 γραμ. κουκουναρόσπορου ισοδυναμούν με 570 θερμίδες. Η αρχική καταγωγή της κουκουναριάς είναι η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Βόρεια Αφρική. Καλλιεργείται συστηματικά εδώ και 6.000 χρόνια για τους εδώδιμους σπόρους της, τους οποίους εμπορεύονταν οι άνθρωποι από τα αρχαία χρόνια.
πηγή: ethnos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου